- πνευματούχος
- ος , ον спиртной, алкогольный;
πνευματούχα ποτά — спиртные напитки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευματούχα ποτά — спиртные напитки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευματούχος — ον, Ν αυτός που περιέχει οινόπνευμα, οινοπνευματούχος, αλκοολούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατος + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κων/πόλεως] … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek